- ωτόλικνος
- -ον, Μ1. αυτός που έχει αφτιά όμοια στο μέγεθος με λίκνο2. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὠτόλικνοιονομασία ινδικού λαού.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λίκνον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠτολίκνους — ὠτόλικνος with ears as large as a winnowing fan masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτόλικνοι — ὠτόλικνος with ears as large as a winnowing fan masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)